Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὸ ἔγκυκλον

См. также в других словарях:

  • ἔγκυκλον — ἔγκυκλος circular masc/fem acc sg ἔγκυκλος circular neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὔγκυκλον — ἔγκυκλον , ἔγκυκλος circular masc/fem acc sg ἔγκυκλον , ἔγκυκλος circular neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τὤγκυκλον — ἔγκυκλον , ἔγκυκλος circular masc/fem acc sg ἔγκυκλον , ἔγκυκλος circular neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ОДЕЖДА —    • Vestis,     I.          Греческая одежда.          Греч. О. была двух родов: ε̉νδύματα (нижняя О., вроде рубахи) и ε̉πιβλήματα или περιβλήματα (верхняя О., накидки). К ε̉νδύματα принадлежит χιτών хитон, дорический из шерсти, без рукавов,… …   Реальный словарь классических древностей

  • έγκυκλος — ἔγκυκλος, ον (AM) κυκλικός, στρογγυλός μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἔγκυκλος η εγκύκλιος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγκυκλον γυναικείο ιμάτιο …   Dictionary of Greek

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • τούγκυκλον — Α κράση αντί τo ἔγκυκλον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»