-
1 εγκυκλον
-
2 έγκυκλον
-
3 ἔγκυκλον
-
4 τούγκυκλον
ἔγκυκλον, ἔγκυκλοςcircular: masc /fem acc sgἔγκυκλον, ἔγκυκλοςcircular: neut nom /voc /acc sg -
5 τοὔγκυκλον
ἔγκυκλον, ἔγκυκλοςcircular: masc /fem acc sgἔγκυκλον, ἔγκυκλοςcircular: neut nom /voc /acc sg -
6 τώγκυκλον
ἔγκυκλον, ἔγκυκλοςcircular: masc /fem acc sgἔγκυκλον, ἔγκυκλοςcircular: neut nom /voc /acc sg -
7 τὤγκυκλον
ἔγκυκλον, ἔγκυκλοςcircular: masc /fem acc sgἔγκυκλον, ἔγκυκλοςcircular: neut nom /voc /acc sg -
8 ἔγ-κυκλος
ἔγ-κυκλος, = ἐγκύκλιος, kreisförmig, rund; πλακοῠς Matro bei Ath. IV, 137 b; Ep. ad. 420 (IX, 21); – τὸ ἔγκυκλον, ein Oberkleid der Frauen, Ar. Th. 261 Lys. 113. 1162; Ael. V. H. 7, 9.
-
9 τουγκυκλον
in crasi = τὸ ἔγκυκλον -
10 ἔγκυκλος
ἔγκυκλ-ος, ον,II ἔγκυκλον, τό, woman's upper garment, Ar.Th. 261, Lys. 113;ἐ. ποικίλον IG2.754.48
.III ἔγκυκλα· τὰ ἐγκυκλούμενα τῷ βίῳ καὶ συνήθη, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔγκυκλος
-
11 ἔγκυκλος
ἔγ-κυκλος, = ἐγκύκλιος, kreisförmig, rund; τὸ ἔγκυκλον, ein Oberkleid der Frauen
См. также в других словарях:
ἔγκυκλον — ἔγκυκλος circular masc/fem acc sg ἔγκυκλος circular neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὔγκυκλον — ἔγκυκλον , ἔγκυκλος circular masc/fem acc sg ἔγκυκλον , ἔγκυκλος circular neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τὤγκυκλον — ἔγκυκλον , ἔγκυκλος circular masc/fem acc sg ἔγκυκλον , ἔγκυκλος circular neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ОДЕЖДА — • Vestis, I. Греческая одежда. Греч. О. была двух родов: ε̉νδύματα (нижняя О., вроде рубахи) и ε̉πιβλήματα или περιβλήματα (верхняя О., накидки). К ε̉νδύματα принадлежит χιτών хитон, дорический из шерсти, без рукавов,… … Реальный словарь классических древностей
έγκυκλος — ἔγκυκλος, ον (AM) κυκλικός, στρογγυλός μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἔγκυκλος η εγκύκλιος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγκυκλον γυναικείο ιμάτιο … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
τούγκυκλον — Α κράση αντί τo ἔγκυκλον … Dictionary of Greek